σποδεύνας

σποδεύνας
-ου, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σποδεύνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σποδεύνας — σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc acc pl σποδεύνᾱς , σποδεύνης lying on ashes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδεύνης — και δωρ. τ. σποδεύνας, ὁ, Α αυτός που κοιμάται δίπλα στο τζάκι («ὁ ἐν σποδῷ καὶ πυρᾷ εὐναζόμενος παρὰ τῆς μητρός», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + εύνης (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χλο εύνης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”